ξέφραγος

ξέφραγος
[ксэфрагос] εκ. неогороженный, открытый,

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "ξέφραγος" в других словарях:

  • ξέφραγος — ξέφραγος, η, ο και ξέφραχτος, η, ο αυτός που δεν έχει φράχτη, ο άφραγος: Καταντήσανε την επιχείρηση ξέφραγο αμπέλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξέφραγος — η, ο 1. εκείνος από τον οποίο αφαιρέθηκε ο φράχτης, αυτός που δεν έχει περίφραξη, άφραχτος 2. φρ. «ξέφραγο αμπέλι» τόπος ή κατάσταση όπου ο καθένας μπορεί να ασυδοτεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από το ξεφράζω] …   Dictionary of Greek

  • άφρακτος — και χτος, η, ο (AM ἄφρακτος, ον, Α και ἄφαρκτος, ον) απερίφρακτος, ξέφραγος αρχ. 1. ανοχύρωτος, αφρούρητος, αφύλαχτος 2. (για άλογα ή ιππείς) αυτός που δεν έχει αρματωθεί 3. ασυγκράτητος 4. (για ανθρώπους) αυτός που δεν περιστοιχίζεται ή δεν… …   Dictionary of Greek

  • άφραχτος — η, ο ξέφραγος, αμάντρωτος: Είχαν το περιβόλι ακόμη άφραχτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»